Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ παρόντα

См. также в других словарях:

  • παρόντα — πάρειμι 1 sum pres part act masc acc sg πάρειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόνθ' — παρόντα , πάρειμι 1 sum pres part act masc acc sg παρόντα , πάρειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl παρόντι , πάρειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg παρόντε , πάρειμι 1 sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόντ' — παρόντα , πάρειμι 1 sum pres part act masc acc sg παρόντα , πάρειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl παρόντι , πάρειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg παρόντε , πάρειμι 1 sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • насто˫ащии — (78) прич. действ. наст. В роли пр. 1.Наступающий: и ѹдѣно [вм. ѹвѣдѣно?] бы(с) ѥмѹ ѿ д҃ха ст҃го. ѿ тмы ѥдинѹ ѥдва ѡбрѣсти д҃шю. въ насто˫ащеѥ лѣто. рѹками англ(с)кыми идѹщю. (ἐνεσταῖσι) ПНЧ 1296, 172 об.; донележе д҃нь тъ. и насто˫аща˫а нощь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нынѣшьнии — (125) пр. Нынешний, теперешний; современный: всь къ всемѹ присвоисѧ. словесы неиздреченьными… и предьнѥѥ разлѹчениѥ нынѣшьнимь съвъкѹплѥниѥмь ѹтѣша˫а. (νῦν) ЖФСт XII, 157; бѣ запрѣщено отъ пьрвѣишааго къ нынѣшьнюѹмѹ бывъшюѹмѹ покланѧѥмѹѹмѹ съборѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Hylas — HYLAS, æ, Gr. Ὕλας, ου, des Thiodamas, oder, nach andern, des Philodamas und der Cyece, nach den dritten, des Euphemus, und, nach den vierten, selbst des Herkules Sohn. Schol. Theocr ad Idyll. XIII. v. 7. Er kam mit dem Anchistens oder Akastus… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • благотьрпѣти — БЛАГОТЬРП|ѢТИ (2*), ЛЮ, ИТЬ гл. Безропотно сносить, добровольно претерпевать: еже бл҃готерпѣти искушени˫а ѡ(т) х(с)а наше˫а жизни г(с)и блг(с)ви (περὶ τοῦ εὐχαρίστως φέρειν) ФСт XIV, 58б; да не отаи помысливъше ѡ(т)щетимъ вѣки. и вѣчно мучимсѩ. и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»